κύννειος

κύννειος
κύννειος, -εία, -ον, αρσ. και κύνιος (Α)
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κύννειος ή Κύνιος
προσωνυμία τού Απόλλωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύννειον
ιερό τού Απόλλωνος κοντά στον Υμηττό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”